μονώνυχος
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
μονώνυχον, = μῶνυξ, Gp.16.1.12: pl. μονώνυχα, τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359.
Greek Monolingual
-η, -ο και μώνυχος, -η, -ο (ΑΜ μονώνυχος, -ον και μώνυχος, -ον, Α και μώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ)
(για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωνυχος / -ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ. μώνυχος / μῶνυξ < μονώνυχος / μονώνυξ με απλολογία. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
German (Pape)
= μονῶνυξ, Geop.