μουρμούρισμα

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

το μουρμουρίζω
1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία
3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού.