μουρούνα
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
η (Μ μουρήνα)
το είδος morrhua ή callarias που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ψαριών Gadus, αλλ. μπακαλιάρος
νεοελλ.
φρ. «έλαιο μουρούνας» — το μουρουνέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. μουρήνα < λατ. murina ή, κατ' άλλους, < βεν. moruna. Η λ. έχει συσχετιστεί επίσης με η λ. μύραινα «είδος ψαριού». Ο τ. μουρούνα < νεολατ. morrhua < μσν. λατ. morua].