μπάσιμο

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

το μπάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπάζω ή του μπαίνω
2. τόπος διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά
3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο
4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή
5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια.