μπουρέκι

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

το (Μ [μ]πουρέκι[ον])
νεοελλ.
1. γλύκισμα με φύλλα ζύμης και γέμιση κρέμας
2. φαγητό με φύλλα ζύμης, γεμιστά με τυρί, κρέας και χόρτα
μσν.
είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. borek].