μυασθένεια
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
η
ιατρ. α) πάθηση που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση της μυϊκής ισχύος
8) φρ. «βαρεία μυασθένεια» — πάθηση που αποτελεί συνέπεια της διαταραχής της λειτουργίας της νευρομυϊκής σύναψης και χαρακτηρίζεται από προοδευτική και ταχεία εξάντληση της μυϊκής ισχύος κατά τη διάρκεια επαναλαμβανόμενων ή συνεχών προσπαθειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myasthenie < μύς + ασθένεια)].