μυλόδους
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
οντος, ὁ, grinder, Eust.1885.27.
German (Pape)
[Seite 217] οντος, ὁ, Backenzahn, wie μύλακρος u. μύλαι, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλόδους: δοντος, ὁ, ὀδοὺς μυλίτης ἢ γόμφιος, Λατ. dens molaris, Εὐστ. 1885, 27.
Greek Monolingual
ο (Μ μυλόδους, -οντος)
γομφίος, τραπεζίτης
νεοελλ.
(παλαιοντ.) γένος νωδών θηλαστικών ζώων που έχουν εκλείψει και τα οποία έφεραν πέντε δακτύλους στα εμπρόσθια άκρα και τέσσερεις στα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + ὀδούς, -όντος].