μυριόβοιος
From LSJ
English (LSJ)
μυριόβοιον, with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 219] mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renferme des milliers de bœufs.
Étymologie: μυρίοι, βοῦς.
Russian (Dvoretsky)
μῡριόβοιος: вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους βοῦς, Ἀνθ. Π. 9. 237.
Greek Monolingual
μυριόβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισόβοιος, πρωτόβοιος].
Greek Monotonic
μῡριόβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που έχει δέκα χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.