μωμητικός
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
μωμητική, μωμητικόν, censorious, Phld.Ir.p.57 W., Ptol. Tetr.160, Vett.Val.16.22.
Greek (Liddell-Scott)
μωμητικός: -ή, -όν, ψεκτικός, κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.
Greek Monolingual
μωμητικός, -ή, -όν (Α) μωμητής
αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.