νέφι

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

το (Μ νέφι και γνέφι)
σύννεφο
μσν.
μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε -ι- (για την ανάπτυξη του -γ- προ του -ν- πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)].