νεκρηγός
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
νεκρηγόν, for conveyance of corpses, πλοῖον PHamb.74.3 (ii A.D.).
Greek Monolingual
νεκρηγός, -όν (Α)
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, κυν-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].