νευρίζω

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek (Liddell-Scott)

νευρίζω: νευρόω, ἐνισχύω, δυναμώνω, Διον. Ἀλεξ. 1593Α.

Greek Monolingual

νευρίζω (Α) νεύρον
ενισχύω, ενδυναμώνω.