Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
νευρίζω: νευρόω, ἐνισχύω, δυναμώνω, Διον. Ἀλεξ. 1593Α.
νευρίζω (Α) νεύρονενισχύω, ενδυναμώνω.