νευρόω
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
A strain the sinews, nerve, πάθος καὶ τοὺς ἀσθενεστάτους ν. Ph. 2.48:—Pass., σῶμα νεότητι καὶ ἀκμῇ νευρούμενον Alciphr.3.49.
2 in Pass., to be supplied with nerves, innervated, παρά… Gal.8.236; ἀπὸ... ἐκ... Id.UP9.15, 16.5.
II νενεύρωται, sens. obsc. (cf. νεῦρον v), but metaph., ν. ἥδε ξυμφορά Ar.Lys.1078.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόω: (νεῦρον) ἐκτείνω τοὺς τένοντας, ἐνισχύω, ἐνδυναμώνω, τινα Φίλων 2. 48· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., σῶμα νενευρωμένον Ἀλκίφρων 3. 49. ΙΙ. νενεύρωται, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἀριστοφ. Λυσ. 1078· πρβλ. νεῦρον V.
Russian (Dvoretsky)
νευρόω: (pf. pass. νενεύρωμαι) натягивать, напрягать Arph.
German (Pape)
mit Sehnen anspannen, Sp., wie Alciphr. 3.49; mit obszöner Nebenbdtg (vgl. νεῦρον), νενεύρωται ἥδε συμφορά, Ar. Lys. 1078.