νευροχονδρώδης

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροχονδρώδης Medium diacritics: νευροχονδρώδης Low diacritics: νευροχονδρώδης Capitals: ΝΕΥΡΟΧΟΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: neurochondrṓdēs Transliteration B: neurochondrōdēs Transliteration C: nevrochondrodis Beta Code: neuroxondrw/dhs

English (LSJ)

νευροχονδρῶδες, neuro-cartilaginous, σῶμα Gal.UP 6.19, cf. 2.619.

Greek (Liddell-Scott)

νευροχονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ νεῦρα καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.

Greek Monolingual

νευροχονδρώδης, -ῶδες (Μ)
αυτός που έχει νεύρα και χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + χονδρώδης (< χόνδρος)].