νεφέλωμα

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

το
1. το αποτέλεσμα του νεφελώνομαι
2. αστρον. α) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για να δηλώσει κάθε ουράνιο αντικείμενο έξω από το ηλιακό σύστημα το οποίο φαίνεται σαν λαμπρή ή σκοτεινή περιοχή, σε αντιδιαστολή με τα σημειακά είδωλα τών αστέρων
β) φρ. i) «γαλαξιακά νεφελώματα» — μάζες αερίων, με ίχνη από στερεά σωματίδια, οι οποίες εμφανίζονται σαν σκοτεινές ή λαμπρές περιοχές στον ουράνιο θόλο, ακανόνιστου συνήθως σχήματος, και που βρίσκονται μέσα στα όρια ενός γαλαξία
ii) «εξωγαλαξιακά νεφελώματα» — οι γαλαξίες
3. μτφ. καθετί το θολό, ασαφές, συγκεχυμένο και δυσδιάκριτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφελούμαι. Η λ. μαρτυρείται από 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].