νεφρωμένος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός
2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. -ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος].