Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Full diacritics: νεώχερμος | Medium diacritics: νεώχερμος | Low diacritics: νεώχερμος | Capitals: ΝΕΩΧΕΡΜΟΣ |
Transliteration A: neṓchermos | Transliteration B: neōchermos | Transliteration C: neochermos | Beta Code: new/xermos |
γῆ νεωστὶ εἰργασμένη, Hsch. (Cf. χερμάζω.)
νεώχερμος: ἴδε νεόχερσος.
νεώχερμος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέως, αμάρτυρο επίρρ. του νέος (πρβλ. νεωστί) + χέρμα «λίθος, χαλίκι»].