νεώχερμος

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώχερμος Medium diacritics: νεώχερμος Low diacritics: νεώχερμος Capitals: ΝΕΩΧΕΡΜΟΣ
Transliteration A: neṓchermos Transliteration B: neōchermos Transliteration C: neochermos Beta Code: new/xermos

English (LSJ)

γῆ νεωστὶ εἰργασμένη, Hsch. (Cf. χερμάζω.)

Greek (Liddell-Scott)

νεώχερμος: ἴδε νεόχερσος.

Greek Monolingual

νεώχερμος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέως, αμάρτυρο επίρρ. του νέος (πρβλ. νεωστί) + χέρμα «λίθος, χαλίκι»].