νομισματοκοπείο
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
το
κρατικό ίδρυμα στο οποίο κόβονται και εκτυπώνονται νομίσματα, μετάλλινα και χάρτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].