ξαναγίνομαι

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε»)
2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι
3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.)
4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι, μόνον εσέ, Ρωτόκριτε», Ερωτόκρ.)
5. επιστρέφω στην προηγούμενη κατάσταση μου
6. (για τον ήλιο) εμφανίζομαι
7. αναγεννώμαι, αναπλάσσομαι
8. γίνομαι εκτός εαυτού.