ξαναγύρισμα
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
το ξαναγυρίζω
1. το να ξαναδίνει κάποιος ένα αντικείμενο σε αυτόν που του ανήκει, επιστροφή
2. επανάκαμψη, επάνοδος
3. επανατοποθέτηση ανάποδα
4. γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για άλλη μια φορά.