ξενόστομος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ξενόστομον, = ξενόφωνος, Phld.Po.2.41.
Greek Monolingual
ξενόστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ξενική προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -στόμος (< στόμα), πρβλ. αγλαόστομος].