ξυλόστεγος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
German (Pape)
[Seite 281] mit hölzernem Dache, Sp., auch ξυλοστεγής
Greek Monolingual
ξυλόστεγος, -ον (Μ)
βλ. ξυλοστεγής.