ξυλόστεγος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

German (Pape)

[Seite 281] mit hölzernem Dache, Sp., auch ξυλοστεγής

Greek Monolingual

ξυλόστεγος, -ον (Μ)
βλ. ξυλοστεγής.