οικογενειάρχης

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο αρχηγός της οικογένειας, ιδίως ο πατέρας
2. αυτός που έχει οικογένειαοικογενειάρχης άνθρωπος και δεν δουλεύει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].