οικοδίαιτος

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰκοδίαιτος, -ον)
αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγροδίαιτος, ραβδοδίαιτος].