μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
και ολόξηρος, -η, -ο (ΑΜ ὁλόξηρος, -ον)
εντελώς ξερός, κατάξερος
νεοελλ.
(για τόπο) αυτός που δεν έχει καθόλου υγρασία ή πράσινο.