ολόχαρος

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
γεμάτος χαρά, περιχαρής.
επίρρ...
ολόχαρα
με μεγάλη χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + -χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρόχαρος].