ονοστάσιον

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

ὀνοστάσιον, τὸ (Μ)
στάβλος όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ὁπλοστάσιον].