ορκοδοτώ
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Greek Monolingual
-έω
δίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμοδοτώ].