κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
ὀσμήρης, -ῆρες (Α)αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].