οστεοφυλάκιο

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

το
στεγασμένος χώρος σε νεκροταφείο όπου φυλάσσονται οι θήκες με τα λείψανα τών νεκρών μετά την εκταφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυλάσσω μέσω αμάρτυρου οστεοφύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοφυλάκιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].