οφειλή

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀφειλή)
1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος
2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ)
νεοελλ.
(νομ.) η υποχρέωση για παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω.