οἰνοβαρέω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
to be heavy with wine or be drunken with wine, Thgn. 503.
French (Bailly abrégé)
οἰνοβαρῶ :
être alourdi par le vin.
Étymologie: οἰνοβαρής.
Greek Monotonic
οἰνοβᾰρέω: με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.
Middle Liddell
οἰνοβᾰρέω,
to be heavy with wine, Theogn.
German (Pape)
schwer von Wein sein, weinberauscht sein, οἰνοβαρέω κεφαλήν, Theogn. 503.