πάγκλαυτος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
v. πάγκλαυστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait lamentable.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.
German (Pape)
= πάγκλαυστος.
Russian (Dvoretsky)
πάγκλαυτος: Aesch. = πάγκλαυστος.
English (Woodhouse)
(see also: πάγκλαυστος) distressing, lamentable