πάγωμα
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
το παγώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα του νερού»)
2. ταπείνωση της θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη
3. μτφ. α) πράξη ή διαδικασία με την οποία καθίσταται κάτι σταθερό και αμετάβλητο, και κυρίως για τιμές εμπορευμάτων και αποδοχές, μη αύξηση, καθήλωση (α. «πάγωμα τών ενοικίων» β. «πάγωμα τών μισθών»)
β) αναστολή ενεργειών, σταμάτημα, ακινητοποίηση («πάγωμα τών διαπραγματεύσεων»)
γ) (με εμπορική σημ.) δέσμευση καταθέσεων σε τράπεζα.