πάγωμα

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

το παγώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα του νερού»)
2. ταπείνωση της θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη
3. μτφ. α) πράξη ή διαδικασία με την οποία καθίσταται κάτι σταθερό και αμετάβλητο, και κυρίως για τιμές εμπορευμάτων και αποδοχές, μη αύξηση, καθήλωση (α. «πάγωμα τών ενοικίων» β. «πάγωμα τών μισθών»)
β) αναστολή ενεργειών, σταμάτημα, ακινητοποίησηπάγωμα τών διαπραγματεύσεων»)
γ) (με εμπορική σημ.) δέσμευση καταθέσεων σε τράπεζα.