πάστρα
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
Greek Monolingual
η
1. τέλεια καθαριότητα
2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.)
3. είδος χαρτοπαιγνίου, η ξερή
4. φρ. «τά κάνω πάστρα» — εξαφανίζω τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπάστρα, υποχωρητικά από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω (< σπάρτον «θαμνώδες φυτό»), βλ. λ. παστρεύω].