παλινορθώνω

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάτι στην αρχική του θέση
2. ξαναφέρνω κάποιον στην εξουσία από την οποία είχε εκπέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ορθώνω].