παπποκτόνος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παπποκτόνος Medium diacritics: παπποκτόνος Low diacritics: παπποκτόνος Capitals: ΠΑΠΠΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: pappoktónos Transliteration B: pappoktonos Transliteration C: pappoktonos Beta Code: pappokto/nos

English (LSJ)

παπποκτόνον, grandfather-slaying, Lyc.1034.

German (Pape)

[Seite 466] den Großvater mordend, Lycophr. 1034.

Greek (Liddell-Scott)

παπποκτόνος: -ον, ὁ τὸν πάππον φονεύσας, Λυκόφρ. 1034.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φονεύει τον παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.