παράμαλλο

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

το
(αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα
β) το μικρό λεπτό νήμα της πετονιάς που φέρει το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαλλί].