παρελθόν
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. το χρονικό διάστημα πριν από αυτή τη στιγμή, ο χρόνος που πέρασε, σε αντιδιαστολή με το παρόν και το μέλλον («αυτά συνέβησαν κατά το παρελθόν»)
2. ό,τι είναι χρονικά περασμένο, τα γεγονότα που συνέβησαν σε περασμένους καιρούς, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων, λαών, η ιστορία τους («ένδοξο παρελθόν»)
3. (για πρόσ.) βεβαρυμένος προηγούμενος βίος («η γυναίκα που πήρες έχει παρελθόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. αορ. β' παρελθών, του ρ. παρέρχομαι.