παρενόχληση

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

η / παρενόχλησις, -ήσεως, ΝΑ παρενοχλώ
η διατάραξη της ησυχίας κάποιου, η ενόχληση κατά την διάρκεια της εργασίας κάποιου
νεοελλ.
στρ. «παρενόχληση του εχθρού» — η παρεμπόδιση τών προσπαθειών του εχθρού με μικρές, σύντομες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις.