ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
[Seite 535] ἡ, Vaters Schwester, Tante von väterlicher Seite.
πατρᾰδέλφη: ἡ, τοῦ πατρὸς ἀδελφή, θεία πρὸς πατρός, Γλωσσ.
ἡ, Α
η αδελφή του πατέρα, η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἀδελφή (πρβλ. γυναικαδέλφη)].