περίδραξις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, grasping with the hands, τινος Plu.2.392b, cf. 979d.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Umfassen mit den Händen, Plut. de εἰ ap. Delph. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de saisir avec la main.
Étymologie: περιδράσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
περίδραξις: εως ἡ схватывание, обхватывание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περίδραξις: ἡ, τὸ περιδράττεσθαι, Πλούτ. 2. 392Α, πρβλ. 979D.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, ΜΑ περιδράσσομαι
η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις»)
αρχ.
το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι.