περιθειώ

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

Greek Monolingual

-όω, Α
καθαρίζω με θειάφι, απολυμαίνω ολόγυρα με καπνό από θειάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θειῶ (< θεῖον)].