περιστεριώνας

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

περιστερώνας και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, -ῶνος ΝΜΑ
τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών
αρχ.
1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη
2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» — το φυτό ιεροβοτάνη
β) «τρίτη περιστερεώνων»
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου που επιβαλλόταν στα περιστοτροφεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα -(ε)ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμ-εών). Ο νεοελλ. τ. περιστεριώνας με συνίζηση (πρβλ. καλαμιώνας)].

Translations

dovecote

Armenian: աղավնատուն, աղավնոց; Basque: usategi; Catalan: colomar; Chinese Mandarin: 鴿棚, 鸽棚; Classical Nahuatl: huīlōcalli; Czech: holubník; Dutch: duiventil, duivenkot; Esperanto: kolombejo; Estonian: tuvila; Finnish: kyyhkyslakka; French: colombier; Galician: pombal; German: Taubenhaus, Taubenschlag, Taubenkobel; Greek: περιστερεώνας, περιστεριώνας, περιστερώνας; Ancient Greek: περιστερεών; Hungarian: galambdúc; Irish: colmlann; Italian: colombaia; Latin: columbarium; Lithuanian: karvelidė; Norman: colombyi; Ottoman Turkish: گوگرجینلك; Polish: gołębnik; Portuguese: pombal; Romanian: porumbar, porumbărie; Russian: голубятня; Serbo-Croatian: golubarnik; Spanish: palomar; Swedish: duvslag; Tagalog: bahay-kalapati; Turkish: güvercinlik; Volapük: pijunöp, pejilitöp