περιστεροπώλης
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
περιστεροπώλου, ὁ, pigeon-dealer, BGU1258.10 (ii. B.C.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
έμπορος περιστεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυοπώλης.