περιχώννυμι

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχώννῡμι Medium diacritics: περιχώννυμι Low diacritics: περιχώννυμι Capitals: ΠΕΡΙΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: perichṓnnymi Transliteration B: perichōnnymi Transliteration C: perichonnymi Beta Code: perixw/nnumi

English (LSJ)

A heap earth round, τὰς ἀμπέλους D.S.17.82, cf. Dsc.5.148 (Pass.):—Pass., to be covered with mud, etc., D.S.3.40: metaph., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Philostr.VA4.23.
II embank, γῆν PSI6.577.8 (iii B. C.), cf. PLille 1 v 20 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 601] (s. χώννυμι), umschütten, bes. mit ausgegrabener Erde umdämmen, D. Sic. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

περιχώννῡμι: окружать землей, окучивать (τὰς ἀμπέλους Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

περιχώννῡμι: ἐπισσωρεύω χῶμα ὁλόγυρα, περιχύνω, τὰς ἀμπέλους Διόδ. 17. 82. ― Παθητ., καλύπτομαι διὰ πηλοῦ, κτλ., ὁ αὐτ. 3. 40· μεταφορ., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Φιλόστρ. 161.

Greek Monolingual

βλ. περιχώνω.