περλίτης
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (πετρογρ.)
1. φυσική ύαλος που σχηματίστηκε από την ταχεία ψύξη ιξώδους λάβας ή μάγματος, με συγκεντρικές ρωγμές, η παρουσία τών οποίων έχει ως αποτέλεσμα τον αποχωρισμό του πετρώματος σε μικρά κομμάτια σαν μαργαριτάρια, πέρλες
2. χημ. φυλλώδες συστατικό τών χαλύβων και άλλων κραμάτων, που ὁταν παρατηρείται στο μικροσκόπιο δίνει την εντύπωση ὁτι αποτελείται από σειρές μαργαριταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. perlite (< πέρλα + κατάλ. -ite)].