περλίτης
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (πετρογρ.)
1. φυσική ύαλος που σχηματίστηκε από την ταχεία ψύξη ιξώδους λάβας ή μάγματος, με συγκεντρικές ρωγμές, η παρουσία τών οποίων έχει ως αποτέλεσμα τον αποχωρισμό του πετρώματος σε μικρά κομμάτια σαν μαργαριτάρια, πέρλες
2. χημ. φυλλώδες συστατικό τών χαλύβων και άλλων κραμάτων, που ὁταν παρατηρείται στο μικροσκόπιο δίνει την εντύπωση ὁτι αποτελείται από σειρές μαργαριταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. perlite (< πέρλα + κατάλ. -ite)].