πλησισέληνος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
πλησισέληνον, becoming full, of the moon, Theo Sm.p.103H.; opp. πανσέληνος, Paul.Al.G.3.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πλησιφαής σελήνη, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + σελήνη (πρβλ. πληροσέληνος)].